-
1 εξοπταω
1) прожаривать, изжаривать(σάρκας πυρί Eur.; τὰ λαγῷα Arph.)
2) обжигать3) разжигать, растапливать(τέν κάμινον Her.)
4) перен. сжигать, опалять(ἀστραπή τις ὀμμάτων ἐξοπτᾷ δ΄ ἐμέ Soph.)
См. также в других словарях:
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… … Dictionary of Greek